- ἀπαραιτήτου
- ἀπαραίτητοςnot to be moved by prayermasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неотъвъзпросьныи — (1*) пр. Неумолимый: како избѣжимъ неѡтъвъспроснаго суда молчаниѥмъ. (ἀπαραιτήτου) ФСт XIV, 75б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неотърочьныи — (9*) пр. Необходимый, настоятельный; неизбежный: въ дѣтьскыихъ неотърочьноѥ приставьничьство. (ἀπαραίτητον) ΚΕ XII, 31б; и всѧкого неотърочьнааго и нѹждьнааго строѥни˫а сѹща свободьны. (ἀπαραιτήτου) Там же, 34б; ѥгда же хощеть къто слѹжени˫а ради … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… … Dictionary of Greek
πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με … Dictionary of Greek
φωσφοροπενία — η, Ν ιατρ. κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός δεν προσλαμβάνει επαρκή ποσότητα φωσφόρου, απαραίτητου για τον μεταβολισμό μεγάλου πλήθους ενώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phosphorodeficiency] … Dictionary of Greek
χαλκοπενία — η, Ν ιατρ. κατάσταση που οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη χαλκού, στοιχείου απαραίτητου για την οξείδωση και την απορρόφηση τού σιδήρου και τής βιταμίνης C κατά την πέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + πενία] … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek